κηπεύσιμος

κηπεύσιμος
ος , ον см. κηπευτός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κηπεύσιμος" в других словарях:

  • κηπεύσιμος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπεύσιμος — η, ο (ΑΜ κηπεύσιμος, ον) [κηπεύω] αυτός που μπορεί να καλλιεργηθεί και να ευδοκιμήσει σε κήπο, αυτός που αναπτύσσεται και πολλαπλασιάζεται με καλλιέργεια, ήμερος, κηπευτός …   Dictionary of Greek

  • κηπεύσιμον — κηπεύσιμος masc/fem acc sg κηπεύσιμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευσίμοις — κηπεύσιμος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπευσίμου — κηπεύσιμος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπεύσιμα — κηπεύσιμος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»